Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Η διανοµή των εθνικών γαιών μετά την Επανάσταση.


Το πρόβλημα Σε µια χώρα αγροτική, όπως ήταν η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η γη δεν µπορούσε παρά να αποτελεί το βασικό στοιχείο πλούτου και κοινωνικής ισχύος, καθώς επίσης και παράγοντα αποφασιστικό για τη διαµόρφωση τόσο της πολιτικής, όσο και της οικονοµικής δυναµικής της χώρας.
 Έτσι, µε την έναρξη του Πολέµου της Ανεξαρτησίας θα τεθεί ως ζήτηµα πρώτης προτεραιότητας η αντιµετώπιση του προβλήµατος των εθνικών γαιών, δηλαδή των γαιών που πριν από το 1821 ανήκαν κατά πλήρη ή ψιλή κυριότητα στο οθωµανικό κράτος, σε µουσουλµανικά ευαγή ιδρύµατα (βακού- φια) και σε ιδιώτες µουσουλµάνους και τα οποία βρίσκονταν πλέον σε εδάφη που αποτελούσαν την ελληνική επικράτεια ή, τουλάχιστον, διεκδικούσαν την ένταξή τους σε αυτή. 
∆εν διαθέτουµε καµιά καταµέτρηση της έκτασης των εθνικών γαιών. Οι πιο λογικές προσεγγίσεις συγκλίνουν στο ότι οι καλλιεργήσιµες γαίες κυµαίνονταν µεταξύ 4 και 4,5 εκατοµµυρίων στρεµµάτων, ενώ το σύνολό τους προσέγγιζε τα 10 εκατοµµύρια στρέµµατα. Ο Σωτηρόπουλος στην οµιλία του κάνει λόγο για 3 µε 4 εκατοµµύρια στρέµµατα, εννοώντας, όπως µπορεί κανείς να συνάγει από τα συµφραζόµενα, καλλιεργήσιµες γαίες.
 Πάντως, κάθε εκτίµηση δεν µπορεί παρά να είναι επισφαλής, εφόσον ουδέποτε έγινε προσπάθεια να καταµετρηθούν οι εθνικές γαίες. ∆ιαβάζουµε λοιπόν σε µία έκθεση του Συµβουλίου της Επικρατείας του 1865: «Πόση εἶναι ἡ κατεχόµενη γῆ, πόσοι οἱ κάτοχοι καὶ κατὰ ποίας ἀναλογίας κατέχουσιν, εἶναι ἄγνωστον».
 Η ασάφεια, όµως, ως προς την ακριβή έκτασή τους δεν θα πρέπει σε καµιά περίπτωση να µειώσει τη σηµασία τους, η οποία υπήρξε καταλυτική για τη διαµόρφωση του καθεστώτος της εγγείου ιδιοκτησίας στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα. Στη διάρκεια του Πολέµου της Ανεξαρτησίας δόθηκε η πρώτη και θεµελιωδέστερη απάντηση στο πρόβληµα των εθνικών γαιών: «δικαιώµατι πολέµου» το σύνολο των ιδιοκτησιών αυτής της κατηγορίας περιήλθε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους, µε απώτερο σκοπό να διανεµηθεί στους καλλιεργητές, αλλά και σε οποιονδήποτε Έλληνα ή ξένο πολίτη ενδιαφερόταν να τις αξιοποιήσει. Τα πράγµατα όµως δεν εξελίχθηκαν σύµφωνα µε τις προσδοκίες και οι περιπλοκές που θα προκύψουν στην αξιοποίηση της εθνικής γης µέχρι την τυπική διανοµή της το 1871, ήσαν πολλές και επηρέασαν αποφασιστικά την ανάπτυξη της γεωργίας στην Ελλάδα και τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις στο ελληνικό βασίλειο.
 Όπως υπονοήθηκε προηγουµένως, το ζήτηµα των εθνικών γαιών δεν αφορούσε αποκλειστικά γη, αλλά το σύνολο των οθωµανικών ιδιοκτησιών. Για το λόγο αυτό συναντάµε συνηθέστερα τον όρο «εθνικά κτήµατα», τα οποία διακρίνονταν σε φθαρτά, που ως επί το πλείστον ήσαν κτήρια (σπίτια, µύλοι, ελαιοτριβεία κ.λπ.), και σε άφθαρτα, τα οποία περιλάµβαναν τις αγροτικές εκτάσεις, καλλιεργούµενες γαίες, βοσκοτόπους, αλλά και χέρσες γαίες. Στη διάρκεια του Αγώνα, τα µεν φθαρτά κτήµατα επιτράπηκε να πωληθούν και να χρησιµοποιηθούν γενικότερα για την κάλυψη των οικονοµικών αναγκών του πολέµου, σε αντίθεση µε τα άφθαρτα, η πώληση των οποίων είχε απαγορευθεί από τις Εθνικές Συνελεύσεις. Τα κτήµατα αυτά χρησιµοποιήθηκαν ως εγγύηση για τη σύναψη των εθνικών δανείων στη διάρκεια του Αγώνα, ή ακόµη, και ως κάλυµµα για την έκδοση χαρτονοµίσµατος από την Εθνική Χρηµατιστική Τράπεζα που ίδρυσε ο Ι. Καποδίστριας. 
Σε αρκετές περιπτώσεις, εξάλλου, σηµαντικές εκτάσεις περιήλθαν στην κυριότητα καπεταναίων και προεστών ως ανταµοιβή για τις υπηρεσίες τους, ή απλά καταπατήθηκαν.

Εξαίρεση στο καθεστώς των εθνικών γαιών παρουσιάστηκε στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια. Οι περιοχές αυτές, όταν υπογράφτηκε το πρώτο Πρωτόκολλο της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 1830, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Οθωµανών και περιήλθαν στην Ελλάδα µε βάση τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, το 1832. Εποµένως, το «πολεµικό δίκαιο» δεν µπορούσε να ισχύσει για τις περιοχές αυτές και οι διεθνείς συνθήκες έδιναν τη δυνατότητα στους Οθωµανούς «ιδιοκτήτες» τους να διατηρήσουν ή να πωλήσουν τα «φθαρτά» ή «άφθαρτα» κτήµατά τους. Στο ελληνικό δηµόσιο περιήλθαν µόνο εκείνα που ανήκαν σε ευαγή ιδρύµατα (βακούφια), τα οποία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο και τη διαχείριση του σουλτάνου. Αντιθέτως, τα κτήµατα που ανήκαν σε «οικογενειακά ευαγή ιδρύµατα», και στα οποία µουσουλµάνοι ιδιώτες κατείχαν δικαιώµατα επικαρπίας, αναγνωρίστηκαν ως απόλυτη ιδιοκτησία των Οθωµανών. 
Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από τους µουσουλµάνους ιδιοκτήτες θα προτιµήσουν τελικά να πουλήσουν τη γη τους σε χριστιανούς που διέθεταν τα απαραίτητα κεφάλαια, µε αποτέλεσµα το καθεστώς της µεγάλης ιδιοκτησίας να επιβιώσει στις περιοχές αυτές. Για ορισµένες περιοχές της Αττικής γνωρίζουµε και ονόµατα αγοραστών, που µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι ετερόχθονες και ξένοι ήσαν οι κύριοι αγοραστές, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι ντόπιοι.
 Όπως ίσως θα έχει διαφανεί, το πρόβληµα των εθνικών γαιών ήταν ιδιαίτερα σύνθετο στην αντιµετώπιση και επίλυσή του. Σε µεγάλο βαθµό αυτό οφειλόταν στις δυσκολίες µετάβασης από το οθωµανικό στο βυζαντινο-ρωµαϊκό δίκαιο, που υιοθέτησε η Ελλάδα. Σύµφωνα, λοιπόν, µε το οθωµανικό δίκαιο, η γη ανήκει στο κράτος, αλλά συνάµα αναγνωρίζονται στους καλλιεργητές πολύ σηµαντικά δικαιώµατα επί της γης.


 Έτσι, όσοι από τους χριστιανούς καλλιεργητές είχαν το εµπράγµατο δικαίωµα της εξουσίασης (tessarouf) επί των γαιών που καλλιεργούσαν πριν από τον Αγώνα, δικαίωµα  µεταβιβάσιµο και κληρονοµήσιµο, αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό δηµόσιο ως απόλυτοι κύριοι της γης. Οι καλλιεργητές αυτοί όφειλαν να αποδείξουν τους ισχυρισµούς τους µε τίτλους κυριότητας (mulkname), που αναγνωρίζονταν από το οθωµανικό δίκαιο, ή ακόµη µε αποφάσεις ιεροδικείων που επικύρωναν µεταβιβάσεις ακινήτων ιδιοκτησιών (huccet). Το δικαίωµα της απόλυτης κυριότητας αναγνωρίστηκε επίσης σε όσους καλλιεργητές είχαν ξεχερσώσει εδάφη και τα είχαν καλλιεργήσει πριν από το 1821. Η υποχρέωση πάντως της απόδειξης της κυριότητας επί της γης δεν επιβάρυνε µόνο τους καλλιεργητές αλλά και το ελληνικό δηµόσιο, το οποίο όφειλε επίσης να παρουσιάσει τους τίτλους που θα δικαιολογούσαν τη διεκδίκηση της κυριότητας µιας γης. Πέρα όµως από τα δικαιώµατα που αναφέρθηκαν προηγουµένως, το οθωµανικό δίκαιο αναγνώριζε επίσης και µία σειρά άλλων εµπραγµάτων δικαιωµάτων στους καλλιεργητές. Υφίσταντο έτσι πολυποίκιλα και επικαλυπτόµενα δικαιώµατα κυριότητας, νοµής και κατοχής επί της γης, των πολυετών φυτών, αλλά και επί του υπεδάφους, ή ακόµη δικαιώµατα προνοµιακής πρόσβασης στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τη γη, ή τέλος εµπράγµατα δικαιώµατα τρίτων επί της γης, όπως στην περίπτωση της εµφύτευσης. Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, ισχυρές οθωµανικές οικογένειες είχαν πετύχει να κατοχυρώσουν δικά τους δικαιώµατα επί της γης, στα οποία υπεισέρχονταν και χριστιανοί καλλιεργητές, άλλοτε µε τίτλους που αποδείκνυαν τα δικαιώµατά τους, άλλοτε πάλι χωρίς τίτλους. Παράλληλα, µια σειρά δικαιωµάτων εθιµικής φύσης παρενέβαιναν στην αξιοποίηση της γης, περιπλέκοντας ακόµη περισσότερο την κατάσταση. Τέλος, ακόµη και ο διηνεκής χαρακτήρας της σχέσης που συνδέει την οικογένεια του κολλήγου µε το κτήµα που καλλιεργούσε, αποτελούσε ένα πρόβληµα στη διαµόρφωση των ιδιοκτησιακών σχέσεων σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του βυζαντινο-ρωµαϊκού δικαίου.

 Όλα αυτά τα επάλληλα δικαιώµατα καθιστούσαν στην ουσία ανενεργό την υιοθέτηση της ατοµικής ιδιοκτησίας, τόσο στο συνταγµατικό πεδίο, όσο και σε νοµικό επίπεδο και φυσικά αποτελούσαν αντικίνητρα για επενδύσεις στη γη. Το αποτέλεσµα δεν ήταν άλλο από την υποτονικότητα ή, κατά περίπτωση, απουσία της αγοράς γης, τη διαρκή αµφισβήτηση για το καθεστώς σηµαντικών εκτάσεων γαιών, την αδυναµία τραπεζικής χρηµατοδότησης της γεωργίας και εν τέλει τη διατήρηση υψηλών επιτοκίων στην ύπαιθρο.
Για αυτούς τους λόγους, έχει υποστηριχθεί ότι η έννοια της τοκογλυφίας είναι ανύπαρκτη στην Ελλάδα, ενώ δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι ο δανεισµός πραγµατοποιείται µε βάση το δικαίωµα της «αντίχρησης», πιο γνωστό ως «προστύχι», σύµφωνα µε το οποίο ο δανειστής εξασφαλίζει για την εξόφλησή του, προνοµιακό δικαίωµα επί των προϊόντων που παράγει ή που πρόκειται να παράξει ο καλλιεργητής.
 Το δάνειο εξοφλείται από τη µελλοντική παραγωγή του καλλιεργητή και µάλιστα σε προκαθορισµένη τιµή. Σε µια τέτοια λογική έχει υποστηριχθεί, βάσιµα, από τον Θόδωρο Σακελλαρόπουλο ότι το δικαίωµα απόλυτης κυριότητας επί της γης ολοκληρώθηκε θεσµικά µόνο στη διάρκεια του Μεσοπολέµου.
 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα της περιπλοκής των εγγείων σχέσεων µετά τον Αγώνα µάς δίνει το καθεστώς των εθνικο-ιδιόκτητων γαιών. Πρόκειται για τις γαίες εκείνες, η κυριότητα των οποίων ανήκε εξ αδιαιρέτου στο δηµόσιο και τους ιδιώτες. Η κατηγορία αυτή των γαιών αφορούσε αρχικά τις φυτείες που είχαν εµφυτευθεί από χριστιανούς καλλιεργητές σε εδάφη οθωµανικής «ιδιοκτησίας». Το εµφυτευτικό αυτό δικαίωµα ήταν και µεταβιβάσιµο και κληρονοµήσιµο. Προοδευτικά η έννοια των εθνικοιδιόκτητων διευρύνθηκε καθώς επεκτεινόταν η καλλιέργεια των φυτειών. Έτσι, ενώ αρχικά για την αναγνώριση ενός κτήµατος ως εθνικο-ιδιόκτητου προβλεπόταν η συµφωνία του καλλιεργητή µε τον Οθωµανό ιδιοκτήτη, σύντοµα αρκούσε και µία απλή άδεια του  τελευταίου. 
Αργότερα, στην ίδια κατηγορία περιελήφθησαν και οι γαίες που εµφυτεύθηκαν µετά τον Αγώνα µε τη σύµφωνη γνώµη της κυβέρνησης, ενώ µοιραία κάποια στιγµή θα συµπεριληφθούν και οι γαίες που εµφυτεύθηκαν και χωρίς την άδεια της κυβέρνησης. Αυτό συνέβη το 1852.

 Οι προσπάθειες για επίλυση του προβλήματος.
 Η πρώτη επίσηµη τοποθέτηση για τις εθνικές γαίες από την πλευρά των εξεγερµένων Ελλήνων προέρχεται από την Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία µε την «Εγκύκλιο της Στεµνίτσας» προσδιόριζε τα δοσίµατα που θα έπρεπε στο εξής να ισχύσουν για τις γαίες που ανήκαν σε Οθωµανούς πριν από την έναρξη του Αγώνα και τα οποία θα χρησιµοποιούνταν για την κάλυψη των αναγκών των πολεµικών επιχειρήσεων.
 Ανάλογες αποφάσεις πήραν και οι πρώτες συνελεύσεις της ∆υτικής και της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Με άλλα λόγια, οι τοπικές αρχές που συγκροτήθηκαν ευθύς µετά την έναρξη του Πολέµου της Ανεξαρτησίας, επιδίωξαν άµεσα να υποκατασταθούν τα δικαιώµατα του οθωµανικού δηµοσίου, αλλά και των µουσουλµάνων γαιοκτηµόνων. Στη συνέχεια η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου επέτρεψε την εκποίηση µέρους των εθνικών γαιών, µε την προϋπόθεση το Βουλευτικό να δώσει προηγουµένως τη συγκατάθεσή του, ενώ λίγο αργότερα το ίδιο σώµα θα υιοθετήσει, γενικεύοντάς την συνάµα, την απόφαση της Πελοποννησιακής Γερουσίας για την καταβολή εκ µέρους των χωρικών του τριτοδέκατου στις περιπτώσεις καλλιέργειας εθνικών γαιών.
Κατά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823, ψηφίζεται ρύθµιση σύµφωνα µε την οποία το Βουλευτικό µπορεί να αποφασίσει την πώληση όλων των εθνικών γαιών, ανάλογα µε τις ανάγκες που θα προκύψουν. Ωστόσο, εκδηλώθηκε αντίδραση στη ρύθµιση αυτή, µε αποτέλεσµα να τροποποιηθεί άµεσα, έτσι ώστε να υιοθετηθεί τελικά το ΛΒ΄ Ψήφισµα σύµφωνα µε το οποίο µπορούν να πουληθούν µόνο τα φθαρτά κτήµατα, δηλαδή εργαστήρια, σπίτια, µύλοι, τζαµιά, χάνια, ελαιοτριβεία κ.λπ. 
Η οικονοµική ανέχεια των κυβερνήσεων, ιδίως κατά την περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου, οδήγησε τελικά στο νόµο ΝΓ΄ της 6ης Φεβρουαρίου 1826, σύµφωνα µε τον οποίο επιτρεπόταν, κατά παράβαση του Ψηφίσµατος ΛΒ΄ της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, να πωληθούν κάθε είδους εθνικά κτήµατα µε σκοπό να συγκεντρωθούν χρήµατα, τα οποία θα επέτρεπαν την ενίσχυση των πολιορκηµένων. Με βάση το νόµο αυτό, υποστηρίζεται ότι εκποιήθηκαν σηµαντικές εκτάσεις εθνικών γαιών. Παράλληλα, οι αρχές του Αγώνα προσπάθησαν να χρησιµοποιήσουν τις εθνικές γαίες για να προσελκύσουν και να ανταµείψουν εκείνους που συµµετείχαν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, καµία από τις νοµοθετικές αυτές προβλέψεις δεν υλοποιήθηκε.
Με την άφιξή της στην Ελλάδα, η Αντιβασιλεία έσπευσε να δηµιουργήσει ένα πλαίσιο που θα εµπόδιζε κάθε καταπάτηση εθνικών γαιών. Έτσι, µε διάταγµα του 1833 απαγόρευσε την εκποίηση κάθε εθνικού κτήµατος. Οι οικονοµικές, όµως, ανάγκες του κράτους, την εξανάγκασαν σύντοµα να προσβλέψει στα κτήµατα αυτά ως µία δυνητική πηγή εσόδων και ασφαλώς ως ένα µοχλό άσκησης κοινωνικής και οικονοµικής πολιτικής. Έτσι, προκειµένου να διατηρηθεί η γενική αρχή της µη διανοµής των εθνικών γαιών, χωρίς όµως και να εµποδίζονται οι εκποιήσεις για τις ανάγκες του δηµοσίου ταµείου, διευρύνθηκε εννοιολογικά το καθεστώς των εθνικών φθαρτών κτηµάτων, που αρχικά σήµαινε, όπως ήδη ανέφερα, τα κτήµατα που µπορούσαν να υποστούν φθορές, όπως µύλοι, χάνια, λουτρά, σπίτια κ.λπ., προκειµένου να περιλαµβάνει και όλα τα είδη των φυτειών.
 Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν προηγουµένως, ίσως να έχει γίνει φανερό ότι το ελληνικό κράτος, ευθύς εξαρχής, επιδίωξε µέσω των  εθνικών γαιών να πετύχει δύο στόχους: αφενός µεν να δηµιουρ- γήσει µία τάξη µικροκαλλιεργητών ιδιοκτητών της γης, που θα µπορούσαν να αποτελέσουν το έρεισµα της ενότητάς του και –γιατί όχι;– της ισχύος του, και ταυτοχρόνως να εµποδίσει τη συγκρότηση µιας οµάδας µεγάλων γαιοκτηµόνων να ενισχύσει δηλαδή ακόµη περισσότερο την εξουσία των τοπικών ελίτ, που θα µπορούσε να αποτελέσει έναν πόλο ανταγωνιστικής ισχύος για την κεντρική εξουσία. Κατά δεύτερο λόγο, βασικός στόχος του ελληνικού κράτους ήταν η εξασφάλιση σηµαντικών δηµοσίων εσόδων µέσω της αξιοποίησης των εθνικών γαιών. Πέρα από αυτούς τους βασικούς στόχους, οι πολιτικές που επιδίωξε να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος έκρυβαν συχνά και άλλες σκοπιµότητες. Έτσι, ένας από τους σκοπούς του νοµοθετήµατος «περί προικοδοτήσεως», για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια, ήταν και η υποχρεωτική εγκατάσταση των πληθυσµών σε ένα συγκεκριµένο δήµο, ο περιορισµός δηλαδή της κινητικότητας και ο έλεγχος των πληθυσµών της υπαίθρου. 
Για το λόγο αυτό, προκειµένου να επωφεληθεί κάποιος από το νόµο περί προικοδοτήσεως, όφειλε προηγουµένως να έχει εγγραφεί στα δηµοτολόγια ενός δήµου της επιλογής του. Πάντως, έτσι και αλλιώς η µεγάλη καλλιέργεια και κυρίως η µεγάλη καλλιέργεια µε τη χρήση εργατικών χεριών ήταν µάλλον ανέφικτη στις συνθήκες της Ελλάδας του 19ου αιώνα. 
Το γεγονός ότι υφίστατο έλλειψη κεφαλαίου, ενώ ιδίως κατά τις πρώτες δεκαετίες µετά τη δηµιουργία του ελληνικού κράτους υπήρχε αφθονία χέρσας γης προς καλλιέργεια και ο πληθυσµός ήταν πολύ αραιός, οδηγούσε αναγκαστικά στην υιοθέτηση των συστηµάτων εκµετάλλευσης της µικρής οικογενειακής καλλιέργειας και κατά δεύτερο λόγο της αγροληψίας, όπου έγινε δυνατή η αγορά οθωµανικών γαιών και ο σχηµατισµός τσιφλικιών.
 Με διαφορετικά λόγια στην Ελλάδα η καλλιέργεια µεγάλων κτηµάτων δι’ αυτεπιστασίας υπήρξ ε ένα καθαρά περιθωριακό φαινόµενο και η µικρή οικογενειακή καλλιέργεια επικράτησε τόσο στις µικρές και µεσαίες ιδιοκτησίες, όσο και στις µεγάλες. Με το νόµο περί «προικοδοτήσεως» του 1835 και το σχετικό εκτελεστικό διάταγµα µε ηµεροµηνία 24 Ιουνίου 1843 καθορίζεται πώληση εθνικών γαιών εκτάσεως 40 ποτιστικών στρεµµάτων ή 80 πεδινών, αλλά ξηρικών στρεµµάτων ή, τέλος, 120 στρεµµάτων ορεινής γης ανά καλλιεργητή. Το σχήµα αυτό διανοµής της εθνικής γης απέτυχε παταγωδώς. Ένας βασικός λόγος αποτυχίας του νόµου, ήταν οι υψηλές τιµές γης που διαµορφώθηκαν, καθώς οι Βαυαροί προχώρησαν σε πλειστηριασµό των γαιών, µε αποτέλεσµα οι τιµές τους να φθάσουν σε δυσθεώρητα ύψη, σε σύγκριση µε τις αποδόσεις τους, ενώ ο πλειοδότης όφειλε να πληρώνει επί της αξίας της γης που αγόραζε το 1% ως χρεωλύσιο και το 5% ως τόκο, προκειµένου να την εξοφλήσει.
 Για τους λόγους αυτούς η περίοδος ισχύος του νόµου παρατάθηκε, για να διατηρηθεί µέχρι την τελική διανοµή των εθνικών γαιών, το 1871. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται ότι διανεµήθηκαν λίγο περισσότερα από 176.000 στρέµµατα. Λίγο αργότερα, το 1838, υιοθετείται ο νόµος περί «παραχωρήσεως ἐθνικῶν γαιῶν εἰς τοὺς φαλαγγίτας», ενώ στη συνέχεια, το 1848, ο νόµος «περὶ ἀποικισµοῦ τῶν Κρητῶν». Και στις δύο περιπτώσεις τα πιστωτικά γραµµάτια που εκδόθηκαν δεν χρησιµοποιήθηκαν από τους ίδιους τους δικαιούχους, αλλά προεξοφλήθηκαν πολύ κάτω της ονοµαστικής τους τιµής και στη συνέχεια χρησιµοποιήθηκαν από τους νέους δικαιούχους για την αγορά εθνικών κτηµάτων ή για την εξόφληση άλλων υποχρεώσεών τους. Την ίδια χρονιά µε το νόµο της 20ης Φεβρουαρίου 1848 παραχωρήθηκε δωρεάν ένα στρέµµα γης σε κάθε γεωργό για να χτίσει σπίτι. Το 1856, εξάλλου, ψηφίστηκε η παραχώρηση όλων των άγριων ελαιώνων του ελληνικού κράτους σε εκείνους που θα ενδιαφέρονταν να µπολιάσουν και να καλλιεργήσουν αγριελιές, µε την προϋπόθεση ότι έπειτα από 12 έτη το µισό των ελαιώνων που είχαν αποκτηθεί µε τον τρόπο αυτό θα έµεναν στον καλλιεργητή και οι υπόλοιποι θα επέστρεφαν στο κράτος. 
Κατά µία άποψη, σύµφωνα µε τους νόµους που εκδόθηκαν επί Όθωνα, διανεµήθηκαν 280.000 στρέµµατα εθνικής γης. Κατά µία άλλη πηγή βεβαίως, µέχρι το 1870 είχαν διανεµηθεί 700.000 στρέµµατα γης. Οι διαστάσεις του ζητήματος Είναι προφανώς απορίας άξιον πώς ένα τόσο κεντρικό ζήτηµα στη διαµόρφωση του ελληνικού κράτους κατά το 19ο αιώνα δεν βρίσκει µια γρήγορη λύση. Ορισµένες πτυχές του προβλήµατος έχουν ήδη εκτεθεί, όπως, για παράδειγµα, η νοµική πολυπλοκότητά του. ∆εν θα πρέπει όµως να αγνοηθούν και κάποιες άλλες, µεταξύ των οποίων θεµελιώδης είναι η σχέση του προβλήµατος των εθνικών γαιών µε το ζήτηµα της φορολογίας της γης. Το φορολογικό σύστηµα, λοιπόν, που υιοθέτησε το ελληνικό βασίλειο ήδη από τα πρώτα βήµατα της ύπαρξής του, είναι χωρίς αµφιβολία συνέχεια, τουλάχιστον ως προς τη φύση του, της οθωµανικής πραγµατικότητας.
Ασφαλώς υπήρξαν σηµαντικές διαφοροποιήσεις σε σύγκριση µε το καθεστώς που επικρατούσε πριν από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας –κατάργηση για παράδειγµα του κεφαλικού αλλά και των έκτακτων φόρων, γεγονός που οδήγησε σε σηµαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις– αλλά η λογική οργάνωσης και διαχείρισής του ήταν παρόµοια. Έτσι, οι Βαυαροί αµέσως µετά την άφιξή τους στην Ελλάδα υιοθέτησαν, µεταξύ άλλων, και τη φορολογία της δεκάτης σε είδος για όλα τα προϊόντα. Πρόκειται για φορολογία της ακαθάριστης παραγωγής, η οποία ασφαλώς ήταν πολύ πιο βαριά για τους µικροκαλλιεργητές σε σύγκριση µε τους µεγάλους παραγωγούς, ενώ εξοµοίωνε από άποψη επιβάρυνσης, προϊόντα µε διαφορετικό κόστος παραγωγής και ποιότητα, όπως το λάδι, το σταφύλια και τα σιτηρά. 
Πέραν όµως αυτών των εγγενών µειονεκτηµάτων, η δεκάτη παρουσίαζε και προβλήµατα ως προς τον τρόπο συλλογής της: οι φορολογικές πρόσοδοι κάθε δήµου νοικιάζονταν σε ιδιώτες επιχειρηµατίες, οι οποίοι, µε τον τρόπο αυτό, αποκτούσαν σηµαντική εξουσία απέναντι στον καλλιερ γητή, που όφειλε µεταξύ άλλων να λαµβάνει την άδειά τους για οποιαδήποτε γεωργική εργασία είχε να κάνει. Επίσης, ο τρόπος µε τον οποίο γινόταν η εκτίµηση του προϊόντος ήταν σε µεγάλο βαθµό αυθαίρετος, ενώ δυσκολίες προκαλούσε και η προβληµατική διάκριση µεταξύ των ιδιωτικών κτηµάτων που κατέβαλλαν το 10% της ακαθαρίστου παραγωγής και των εθνικών κτηµάτων, τα οποία αρχικά ήσαν υπόχρεα σε καταβολή του 30% και στη συνέχεια του 25% της ακαθάριστης παραγωγής και που, για το λόγο αυτό, τα προτιµούσαν οι ενοικιαστές των φόρων. Τέλος, δεν ήταν ασήµαντο το κόστος µεταφοράς των φόρων από τους ίδιους τους καλλιεργητές στην πρωτεύουσα του δήµου στον οποίο ανήκαν, όπου αποθηκεύονταν στις δηµόσιες αποθήκες.
 Οι Βαυαροί δεν ήταν σε θέση να υιοθετήσουν ένα διαφορετικό φορολογικό σύστηµα, δεδοµένου ότι κάτι τέτοιο προϋπέθετε παρεµβάσεις στην οικονοµία και την κοινωνία, που ήταν έξω από τις δυνα τότητές τους, ενώ παράλληλα και οι δηµοσιονοµικές προβλέψεις στις οποίες είχαν προβεί για το µέλλον του µικρού βασιλείου ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητικές.
Στις δηλωµένες όµως προθέσεις τους ήταν να προχωρήσουν το ταχύτερο δυνατό σε αλλαγές, πολύ περισσότερο που η εµπειρία της συλλογής των φορολογικών εσόδων υπήρξε, αρχικά, ιδιαίτερα επώδυνη και για τους φορολογούµενους αλλά και για την κυβέρνηση.
 Ωστόσο, στη συνέχεια δεν µπόρεσαν ή δεν θέλησαν να αλλάξουν το σύστηµα της δεκάτης. Κάτι τέτοιο ήταν αναµενόµενο κατ’ αρχάς γιατί η φορολογική µεταρρύθµιση προϋπέθετε µια κρατική οργάνωση αδιανόητη για τα δεδοµένα της εποχής. Εξάλλου, ενοικίαση των φόρων επέτρεπε στο καθεστώς να αυξήσει την επιρροή του στις πολιτικές ελίτ, που συνήθως αναλάµβαναν το σχετικό έργο  και οι οποίες ασφαλώς δεν θα ήσαν διατεθειµένες να εκχωρήσουν αδιαµαρτύρητα ένα θεµελιώδη µηχανισµό άσκησης επιρροής στους πληθυσµούς των επαρχιών τους. Οπωσδήποτε, όµως, εκείνο που επιδίωξε να κάνει το οθωνικό καθεστώς και έως ένα βαθµό το πέτυχε, ήταν να οργανώσει τη δεκάτευση καλύτερα και να την κάνει λιγότερο επαχθή για τους καλλιεργητές.
 Πάντως χαρακτηριστικό της εποχής είναι ότι, αν και κανείς δεν διαφωνούσε ρητά τόσο µε την κατάργηση της δεκάτης όσο και µε τη διανοµή της εθνικής γης, όλες οι προσπάθειες που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση απέτυχαν. Ο ∆. Ψυχογιός έχει υποδείξει ότι δεν ήσαν λίγοι εκείνοι οι οποίοι, χωρίς να το δηλώνουν ρητά, ήσαν ενάντιοι στη διανοµή των γαιών, αλλά και στη µεταβολή του φο ρολογικού συστήµατος, γιατί µε τον τρόπο αυτό θίγονταν τα συµφέροντά τους. Οι ενοικιαστές των φόρων και της επικαρπίας αποτελούσαν, προφανώς, µία τέτοια, και µάλιστα πολύ ισχυρή πολιτικά, οµάδα η οποία θα έβλεπε τα εισοδήµατά της να συρρικνώνονται σε περίπτωση διανοµής των γαιών, εφόσον τα ποσά που αντι προσώπευε η επικαρπία δεν ήταν αµελητέα. Ο φόρος επικαρπίας για τους καλλιεργητές των εθνικών γαιών, ανερχόταν στο διόλου ευκαταφρόνητο 15% της ακαθάριστης παραγωγής και η πληρωµή του φόρου αυτού, από ένα χρονικό σηµείο και πέρα, καθόριζε και το νοµικό καθεστώς της γης, ανεξαρτήτως του εάν το δηµόσιο διέθετε ή όχι τους απαραίτητους τίτλους για τη γη.23 Σε αντίθεση εποµένως µε ό,τι θεωρείται φυσικό, δηλαδή ανάλογα µε το καθεστώς της γης να καθορίζονται και οι φόροι που θα έπρεπε να καταβληθούν, στην ελληνική περίπτωση ίσχυσε το αντίθετο, δηλαδή το καθεστώς της φορολογίας στο οποίο υπαγόταν η γη καθόριζε και το νοµικό της καθεστώς. Ακόµη χειρότερα, τουλάχιστον για τους καλλιεργητές, οι ενοικιαστές των προσόδων ήσαν εκείνοι που έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο, για τον προσδιορισµό του κατά πόσον µια γη ήταν εθνική ή όχι. 

 Κατά τον ίδιο τρόπο οι ιδιοκτήτες µεγάλων εκτάσεων γης ήταν αντίθετοι µε τη διανοµή των γαιών από φόβο µήπως οι καλλιερ γητές των τσιφλικιών τους τα εγκατέλειπαν προκειµένου να καλλιεργήσουν τη δική τους πλέον γη, επιδεινώνοντας έτσι τη στενότητα εργατικών χεριών που αντιµετώπιζαν. Ανεξαρτήτως του εάν είχαν δίκιο ή όχι, αποτελούσαν µιαν οµάδα µε σηµαντική πολιτική ισχύ, που σε συνεργασία µε τους ενοικιαστές των δηµοσίων προσόδων µπόρεσαν να καθυστερήσουν σηµαντικά τη διανοµή των εθνικών γαιών. 
Στα τέλη της βασιλείας του Όθωνα, η µη διανοµή των εθνικών γαιών από κοινού µε την εξακολούθηση εφαρµογής της δεκάτης καταλογίζεται ως ένα από τα πολλά αρνητικά στοιχεία της πολιτικής του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας. Και ακριβώς στα χρόνια αυτά γίνονται και οι πρώτες προσπάθειες µεταρρύθµισης της φορολογίας, προσπάθειες που είναι ταυτισµένες µε το όνοµα του Αλέξανδρου Κουµουνδούρου. Η στάση του Κουµουνδούρου δεν ήταν άσχετη µε τη λογική που χαρακτήριζε µια γενιά νέων πολιτικών που είχε κάνει την εµφάνισή της κατά την τελευταία οθωνική περίοδο, συχνά µάλιστα είχε αποκτήσει αξιώµατα χάρις στον ίδιο τον Όθωνα, και που είχε ως στόχο τον απεγκλωβισµό της ελληνικής οικονοµίας και κοινωνίας από τη στασιµότητα στην οποία την είχε καταδικάσει το οθωνικό καθεστώς, όπως τουλάχιστον πίστευαν οι ίδιοι. 
Στη γενιά αυτή ανήκει και ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος. Σωτήριος Σωτηρόπουλος
(Ι) Παρά το γεγονός ότι ο Σωτηρόπουλος είχε µια διόλου αµελητέα πολιτική σταδιοδροµία, κατάφερε δε να γίνει και πρωθυπουργός της χώρας έστω και για µικρό χρονικό διάστηµα, οι πληροφορίες που διαθέτουµε για τη ζωή του είναι λίγες, συχνά δε αντικρουόµενες. 
Ακόµη και για τον τόπο και το χρόνο γέννησής του δεν είµαστε σίγουροι, µήτε και για τις σπουδές του.
 Σε δηµοσίευµα της Βουλής των Ελλήνων, για παράδειγµα, αναφέρεται ότι ο Σωτηρόπουλος γεννήθηκε το 1831 στο Ναύπλιο, «όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αργότερα πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει νοµικά, αλλά διέκοψε τη φοίτησή του λόγω ασθενείας».
 Σε ένα βιογραφικό λεξικό, εξάλλου, διαβάζουµε ότι ο Σωτηρόπουλος δικηγόρησε κιόλας στην πρωτεύουσα, άρα θα πρέπει να συνάγουµε ότι είχε τελειώσει τη Νοµική.
 Ωστόσο, σε µία βιογραφία του η οποία κυκλοφόρησε ενόσω ζούσε ακόµη, οι πληροφορίες που δίνονται είναι κάπως διαφορετικές. ∆ιαβάζουµε, λοιπόν, ότι ο Σωτηρόπουλος γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1820 στην Πάτρα, όπου έκανε και τις εγκύκλιες σπουδές του. Στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και πιο ειδικά στη Φιλοσοφική Σχολή, την οποία όµως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει λόγω ασθενείας.
Τέλος, ο Κ. Τριανταφύλλου, στο Ιστορικό Λεξικό των Πατρών, δείχνει να είναι ο πιο αξιόπιστος: ο Σωτηρόπουλος γεννήθηκε το 1820 στην Πάτρα και η οικογένειά του καταγόταν από τη Βόρειο Ήπειρο. Φοίτησε στην Ελληνική Σχολή Πατρών και ήταν συµµαθητής του Ανδρέα Ρηγόπουλου, ενώ έγινε, τελικά, δικηγόρος.
 Για τη συνέχεια της ζωής του κινούµαστε σε πιο στέρεο έδαφος και όλες οι πληροφορίες για το πρόσωπό του συµπίπτουν στο ότι νέος εντάσσεται στη δηµόσια διοίκηση και για αρκετά χρόνια υπη- ρετεί σε εφορίες της επαρχίας. Προφανώς σε µία από τις µεταθέσεις του αυτές, πιο ειδικά στην Τριφυλλία, παντρεύεται και αποκτά µια διόλου ασήµαντη κτηµατική περιουσία κοντά στα Φιλιατρά.
 Μετά την εµπειρία του στις επαρχιακές εφορίες ο Σωτηρόπουλος γνωρίζει µία εντυπωσιακή άνοδο στην ιεραρχία του Υπουργείου Οικονοµικών και γίνεται τµηµατάρχης. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της θητείας του ως τµηµατάρχης και µε τον Αλέξανδρο Κουµουνδούρο ως υπουργό Οικονοµικών αποφασίζεται η µεταρρύθµιση του δασµολογίου, ή για την ακρίβεια, καταργείται µία πηγή δηµο σίων εσόδων  που, οπωσδήποτε, εξέφραζε έντονα τον αναχρονισµό: πρόκειται για τα εξαγωγικά τέλη τα οποία είχαν παραµείνει στο επίπεδο του 6% από την εποχή του Καποδίστρια. 
Λίγο αργότερα εξάλλου, το 1860, ο Κουµουνδούρος, µε τµηµατάρχη του Υπουργείου πάντα τον Σω- τηρόπουλο κατέθεσε σχέδιο νόµου, το οποίο όµως δεν ψηφίστηκε, µε στόχο την κατάργηση της δεκάτης και την αντικατάστασή της µε ένα σύστηµα φορολογίας της καθαρής προσόδου.
 Ένα χρόνο αργότερα, ο Σωτηρόπουλος δηµοσιεύει τη ∆ιατριβὴ ἐπὶ τῆς ἐγγείου φορολογίας ἐν Ἑλλάδι, έργο σηµα ντικό από κάθε άποψη που υποδεικνύει πρώτα τη βαθύτατη γνώση του θέµατος από το συγγραφέα, πράγµα φυσιολογικό λόγω της επαγγελµατικής του εµπειρίας, και κατά δεύτερο λόγο περιγράφει τους φορολογικούς µηχανισµούς του κράτους και τα συµφέροντα που συγκροτούνται γύρω από αυτούς.
 Πρόκειται για κείµενο που έρχεται να υποστηρίξει την ανάγκη φορολογικής µεταρρύθµισης που πρέσβευε ο Κουµουνδούρος και τη φιλοσοφία του απορριφθέντος νοµοσχεδίου. Με την πτώση του Όθωνα τα δεδοµένα αλλάζουν δραµατικά, καθώς και οι δυνατότητες. Ατέρµονες συζητήσεις θα ξεκινήσουν σχετικά µε τα αίτια της αδυναµίας της Ελλάδας να γίνει αυτό που το πεπρωµένο της επιφύλασσε, αλλά και που όλοι οι Έλληνες προσδοκούσαν. Το ζήτηµα των εθνικών γαιών δεν απουσίαζε από τις συζητήσεις, ούτε και θα µπορούσε. Τελικά στο άρθρο 102 του Συντάγµατος του 1864 αναφέρει: «∆ι’ ἰδιαιτέρων νόµων, καὶ ὅσον ἔνεστι ταχύτερον, θέλει ληφθῇ πρόνοια περὶ διαθέσεως καὶ διανοµῆς τῆς ἐθνικῆς γῆς...».
Αυτό το «ταχύτερον» έµελλε να διαρκέσει επτά χρόνια.
 Η µεταπολίτευση όµως άλλαξε και τα δεδοµένα για τις σταδιοδροµίες πολλών Ελλήνων. Ο Όθωνας έλεγχε ο ίδιος προσωπικά την εκλογή των βουλευτών. Η πτώση του θα ανοίξει νέες προοπτικές, ανεξαρτήτως του εάν οι άµεσες κρατικές/κυβερνητικές παρεµβάσεις στις εκλογές δεν θα πάψουν για τα επόµενα είκοσι τουλάχιστον  χρόνια. Ο Σωτηρόπουλος διεκδικεί, πλέον, ένα νέο πεδίο σταδιοδρο- µίας, στην πολιτική αυτή τη φορά. Φαίνεται ότι οι σχέσεις που έχει συνάψει λόγω του γάµου του είναι κάτι περισσότερο από επαρκείς και έτσι καταφέρνει και εκλέγεται πληρεξούσιος Τριφυλλίας κατά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση. Θα αποτελέσει µέλος του κόµµατος του Α. Κουµουνδούρου και θα διατελέσει επανειληµµένως στα χρόνια που ακολουθούν υπουργός, σε δύο µάλιστα συνόδους της Βουλής και Πρόεδρός της.
 Ωστόσο η παρουσία του Σωτηρόπουλου στη Βουλή και, παρά το γεγονός ότι κατείχε συχνά τη θέση του υπουργού των Οικονοµικών, δεν έφερε και τις επιθυµητές λύσεις, παρά τις απόπειρες που έγιναν. Το 1865 θα καταθέσει σχέδιο νόµου για τη διανοµή των εθνικών γαιών. Το νοµοσχέδιο θα αποτελέσει αντικείµενο επεξεργασίας από το Συµβούλιο της Επικρατείας, το οποίο θα του επιφέρει σηµαντικές αλλαγές και θα κατατεθεί στη Βουλή, χωρίς όµως και να συζητηθεί ποτέ.
 ∆ύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1867, ο Σ. Σωτηρόπουλος, ως υπουργός Οικονοµικών πάντοτε, θα έρθει στη Βουλή µε ένα σχέδιο νόµου για τη µεταρρύθµιση του φορολογικού συστήµατος, που προέβλεπε τη µείωση των γεωργικών φόρων, την καταβολή τους σε χρήµα και την κατάργηση του συστήµατος των δηµοσίων αποθηκών.
 Και αυτό το σχέδιο δεν έγινε ποτέ νόµος του κράτους. Η συζήτηση στη Βουλή Αν και, όπως αναφέρθηκε ήδη, το θέµα της διανοµής των εθνικών γαιών θεωρήθηκε πρωτεύουσας σηµασίας από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση και συζητήθηκε εκτεταµένα, η αντιµετώπισή του καθυστέρησε. Το Κρητικό Ζήτηµα πρώτα, η κυβερνητική αστάθεια κατά δεύτερο λόγο, δηµιούργησαν ένα πολιτικό πλαίσιο που δεν ήταν ιδιαιτέρως πρόσφορο για αλλαγές θεσµικού χαρακτήρα.
Ο τερµατισµός της  κρητικής εξέγερσης εξάλλου δεν βελτίωσε τα πράγµατα σε ένα κράτος που ήταν κυριολεκτικά διαλυµένο. Η σφαγή στο ∆ήλεσι, το 1870, έπεισε και τους πιο δύσπιστους για την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα. Η κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐµη που προήλθε από τις εκλογές της 16ης Μαΐου 1869 φέρνοντας το βάρος του αποτρόπαιου γεγονότος, δεν θα µπορέσει να κρατηθεί για πολύ στην εξουσία. Τον Θρ. Ζαΐµη διαδέχθηκε ο Επαµεινώνδας ∆εληγεώργης, ο οποίος, έχοντας πολύ µικρή κοινοβουλευτική δύναµη, ζήτησε από τον Γεώργιο Α΄ τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών. Η άρνηση του βασιλιά θα οδηγήσει το ∆εληγεώργη σε παραίτηση και ο Αλ. Κουµουνδούρος, προσεταιριζόµενος τους βουλευτές που πρόσκειντο στον Θρ. Ζαΐµη, θα σχηµατίσει κυβέρνηση, που θα παραµείνει στην εξουσία για δέκα µήνες περίπου, έως τον Οκτώβριο του 1871. Στο ενεργητικό της θα µπορούσε να καταγραφεί ο σκληρότατος νόµος για τη ληστεία, ο οποίος συνέβαλε σηµαντικά στον περιορισµό του φαινοµένου, και ασφαλώς ο νόµος για τη διανοµή των εθνικών γαιών, αν και ο τελευταίος µικρή πολιτική απήχηση είχε την εποχή εκείνη, σε ένα κλίµα που επισκιαζόταν από τη δολοφονία των Άγγλων περιηγητών. 
Παράλληλα, ακριβώς στη διάρκεια της θητείας αυτής της κυβέρνησης έκανε την εµφάνισή του το Λαυρεωτικό Ζήτηµα, που θα ταλανίσει την πολιτική και οικονοµική ζωή της χώρας για τα επόµενα δύο χρόνια. Το ζήτηµα λοιπόν των εθνικών γαιών θα λυθεί µε δύο νόµους τους οποίους έφερε προς ψήφιση στη Βουλή ο Σ. Σωτηρόπουλος, ως υπουργός των Οικονοµικών της κυβέρνησης Κουµουνδούρου. Πρόκειται για τους νόµους ΥΛΑ΄ της 25ης Μαρτίου 1871 και ΤΠς΄ της 24ης Μαρτίου 1871. Με τον πρώτο νόµο ρυθµίζεται η διανοµή και η διάθεση της εθνικής γης, µε το δεύτερο το ελληνικό κράτος έρχεται να δώσει λύση στις εµφυτεύσεις που είχαν γίνει επί εθνικών γαιών. Τόσο η αγόρευση του Σωτηρόπουλου, όσο και η συζήτηση που  έγινε δεν παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 
Επί της ουσία ς ουδείς έρχεται να αµφισβητήσει το νοµοθέτηµα, εποµένως δεν υπάρχει το πλαίσιο για µια έντονη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση. Τα σχέδια νόµου ψηφίζονται µε µικρές και ήσσονος σηµασίας αντιρρήσεις. Σύµφωνα λοιπόν µε το νόµο ΥΛΑ΄ κάθε οικογενειάρχης, ενήλικας Έλληνας πολίτης, χήρα, ανήλικα ορφανά καλούνταν να συµµετάσχουν στη διανοµή των «µὴ πεφυτευµένων» γαιών. Το κράτος θα διατηρούσε πλέον µόνο τα δάση και ορισµένα οικόπεδα στις πόλεις κυρίως, που θα µπορούσαν να του φανούν χρήσιµα. Πρακτικά, το έργο της διανοµής των εθνικών γαιών θα αναλάµβαναν επιτροπές που θα συγκροτούνταν σε κάθε δήµο και οι οποίες θα αποτελούνταν από το δήµαρχο, τον πάρεδρο και τον πρόεδρο του δηµοτικού συµβουλίου. Η επιτροπή αυτή όφειλε να διαιρέσει τη διαθέσιµη γη σε δύο κατηγορίες ανάλογα µε την ποιότητά της και να προσδιορίσει τη διανεµητέα γη µε βάση τις δηλώσεις όσων υπέβαλαν αίτηση. Η γη που θα διανεµόταν σε κάθε δικαιούχο δεν µπορούσε να ξεπερνά τα 80 στρέµµατα ξηρικών και 40 στρέµµατα ποτιστικών γαιών. Μεταξύ των δικαιούχων θα έπρεπε να προτιµηθούν όσοι ήσαν ήδη κάτοχοι εθνικών γαιών. Τέλος, η επιτροπή γνωµοδοτεί για το τίµηµα που οφείλει να καταβάλει ο κάθε δικαιούχος και το οποίο θα πρέπει να εξοφληθεί σε 26 ετήσιες δόσεις µε χρεωλύσιο 3% και επιτόκιο 2%. Το κράτος θα διατηρούσε την υποθήκη των εκχωρουµένων γαιών µέχρις ότου εξοφληθούν.37 Με το νόµο εξάλλου ΤΠς΄ επιδιώχθηκε να λυθεί το ζήτηµα των εθνικο-ιδιόκτητων γαιών κυρίως, δηλαδή των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες ο καλλιεργητής έχει φυτεία επί εθνικής γης. Το Β.∆. της 15ης Ιανουαρίου 1837 αναγνώριζε την ιδιοκτησία του καλλιεργητή στο ήµισυ της γης, ενώ το άλλο ήµισυ περιερχόταν στο κράτος. Στην ίδια κατηγορία εντασσόταν και η εµφύτευση σε κτήµατα διαλυ- µένων µοναστηριών, σε επισκοπικά κτήµατα κ.λπ. Με µία ανάλογη πρακτική µε εκείνη του νόµου ΥΛΑ΄ οι καλλιεργητές µπορούσαν να  εξαγοράσουν τα δικαιώµατα του κράτους, καταβάλλοντας την αξία της ασκεπούς γης την ηµέρα της δηµοσίευσης του νόµου.
 Όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως, η συζήτηση στη Βουλή δεν φαίνεται να έκρυβε εκπλήξεις ή κάποια καινούργια ιδέα. Κανένας από τους οµιλητές δεν τάχθηκε εναντίον των νοµοσχεδίων και δεν θα µπορούσε να συµβεί διαφορετικά. Οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν είχαν να κάνουν µε την πρακτική της διανοµής που υιοθετούσε ο νόµος. Πρώτα απ’ όλα δε µε εκείνους που επωφελούνταν από τη διανοµή. Με βάση το σχέδιο του Σωτηρόπουλου, προτεραιότητα στη διανοµή είχαν όσοι ήδη καλλιεργούσαν την εθνική γη, δηλαδή στην πραγµατικότητα αναγνωριζόταν η υφιστάµενη κατάσταση. Μια σειρά από βουλευτές όµως έθεσαν το ζήτηµα της διανοµής της εθνικής γης σε όλους τους Έλληνες, επικαλούµενοι τις αρχές και τις διακηρύξεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Προφανές είναι ότι η λογική της διανοµής των εθνικών γαιών σε όλους τους Έλληνες ήταν εκτός πραγµατικότητας και, επί της ουσίας, δεν θα απέφερε κανένα ουσιαστικό όφελος στην καλλιέργεια της γης. Συναφές ήταν και το δεύτερο ζήτηµα που τέθηκε στη Βουλή σε σχέση µε τη διανοµή των γαιών, έτσι όπως την πρότεινε η Κυβέρ- νηση. Πρόκειται για την τιµολόγηση των γαιών. Σύµφωνα µε τις προτάσεις του Σωτηρόπουλου καθορίζονταν δύο τιµές ανά δήµο ανάλογα µε την ποιότητα της γης που επρόκειτο να διανεµηθεί, δηλαδή οι τιµές κυµαίνονταν από δήµο σε δήµο. Στον αντίλογο, άλλοι µεν έκαναν λόγο για τη δωρεάν διανοµή της γης και άλλοι για τη διανοµή της ύστερα από εκτίµηση της εµπορικής αξίας κάθε τεµαχίου γης που θα διετίθετο. Ο Σωτηρόπουλος υποστήριξε πως θεωρούσε «τὸ [δεύτερο] σύστηµα τοῦτο λίαν πληµµελὲς καὶ δυνάµενον νὰ δώσῃ χώραν εἰς πολλὰ σκάνδαλα, διὰ τοῦτο [παρεδέχθη] ὅτι αἱ γαῖαι θέλουν διανεµηθῇ κατὰ χωρίον εἰς δύο γενικὰς κατηγορίας καὶ θέλει προσδιορισθῇ µία τιµὴ δι’ ἑκάστην κατηγορίαν».
 Η λογική, τέλος, της δηµοπρασίας που είχε υιοθετηθεί παλαιότερα  από τους Βαυαρούς δεν υιοθετήθηκε από κανέναν βουλευτή, καθώς όλοι πλέον αναγνώριζαν τις αρνητικές συνέπειες που είχε, ενώ και η δωρεάν διανοµή σε µια χώρα µε τα δηµοσιονοµικά προβλήµατα της Ελλάδας δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση, ο ίδιος ο Σωτηρόπουλος τη χαρακτήρισε αντιορθολογική. Τέλος, µια τρίτη κατηγορία βουλευτών υπέβαλε ενστάσεις ως προς το αν θα έπρεπε να πραγµατοποιηθεί η διανοµή της γης χωρίς να έχουν προηγηθεί εργασίες κτηµατογράφησης. Και εδώ το επιχείρηµα δεν ήταν καινούργιο, αντίθετα το είχαν θέσει ήδη οι Βαυαροί, το είχε θέσει εκ νέου κατά τη δεκαετία του 1860 ο καθηγητής Πλουτολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών Ι. Σούτσος και το επανέλαβε µε µεγάλη έµφαση το 1865 το Συµβούλιο της Επικρατείας και συνδεόταν άρρηκτα, εξάλλου, µε τη φορολογική µεταρρύθµιση.
 Τα επιχειρήµατα ήσαν πολύ λογικά και βάσιµα γιατί µόνο µε τον τρόπο αυτό θα αποφεύγονταν καταπατήσεις και απάτες, αλλά και η απάντηση του Σωτηρόπουλου ήταν εξίσου ρεαλιστική: Αἱ ἐργασίαι αὗται ἀπήτουν καὶ χρόνον πολὺν καὶ δαπάνας οὐ µικράς. ∆ιὰ τοῦτο εἰς τὸ νοµοσχέδιον, τὸ ὁποῖον σᾶς ὑπέβαλα, ἐζήτησα νὰ τὰ ἀποφύγω καθ’ ὁλοκληρία. Τὸ νοµοσχέδιο τοῦτο δὲν ἀπαιτεῖ νὰ γίνῃ προηγουµένως καταµέτρησις καὶ ἐξακρίβωσις ὅλων τῶν ἐθνικῶν γαιῶν, οὐδὲ νὰ δοθῶσι προ- θεσµίαι διὰ νὰ προταθῶσι ἀξιώσεις κυριότητος ἢ κατοχῆς ἐπ’ αὐτῶν. Τὴν γενικὴν καταµέτρησιν ἐθεώρησα ἔργον λίαν δυσχερὲς καὶ ἀκατόρθωτον διότι ἀπαιτεῖ πολλοὺς µηχανικοὺς καὶ ἄπειρα χρηµατικὰ µέσα τὰ ὁποῖα δὲν διαθέτοµεν.

 Προφανές είναι ότι η υιοθέτηση µιας διαφορετικής πρακτικής από εκείνην την οποία πρότεινε ο Σωτηρόπουλος θα οδηγούσε σε µαταίωση όλου του εγχειρήµατος µε το πρόσχηµα της αναβολής.  
Ο απόηχος Με βάση τη νοµοθεσία µέχρι το 1911 εκδόθηκαν 357.217 παραχωρητήρια που αντιστοιχούσαν σε 2.650.000 στρέµµατα συνολικής αξίας 90.000.000 δραχµών, ενώ πλειάδα νόµων και νοµοθετικών διαταγµάτων ακολούθησαν προκειµένου να επιλυθούν ειδικότερα προβλήµατα που σχετίζονταν µε την εφαρµογή της σχετικής νοµοθεσίας.
 Η διανοµή των εθνικών γαιών υπήρξε τελικά µια µακρόχρονη διαδικασία, που διήρκεσε σαράντα περίπου χρόνια. Η αξιολόγηση των αποτελεσµάτων της διανοµής είναι αντιφατική. Αφενός, τα οφέλη για το δηµόσιο ταµείο υπήρξαν πολύ κατώτερα των προσδοκιών, καθώς µόλις το 55% της αξίας των γαιών που διανεµήθηκαν εισπράχθηκε από το κράτος µέχρι το 1911.
 Κατά δεύτερο λόγο, έχει υποστηριχθεί ότι οι συνέπειες της διανοµής για την ελληνική γεωργία υπήρξαν αρνητικές, καθώς συνέτειναν στην κατάτµηση του αγροτικού κλήρου και στο µικρό µέγεθός του. Ο Α. Σίδερις υποστήριξε ότι εκείνοι που βγήκαν κερδισµένοι από τη διανοµή ήσαν κτηµατίες και άτοµα ξένα προς τη γεωργία που επωφελήθηκαν των χαµηλών τιµών της γης που διετίθετο για να αγοράσουν σηµαντικές εκτάσεις.
 Το επιχείρηµα επαναλήφθηκε στη συνέχεια και από άλλους ερευνητές. Τις παρατηρήσεις αυτές έρχεται να επιβεβαιώσει, εν µέρει τουλάχιστον, µία έρευνα για την περιοχή της Αµαλιάδας.
 Η εµπειρία όµως της Αµαλιάδας δεν επιβεβαιώνεται από έρευνες σε άλλες περιοχές. Στην Αργολίδα, για παράδειγµα, οι εθνικές γαίες στο µεγαλύτερο µέρος τους αγοράζονται από τους καλλιεργητές τους και µικρή είναι η παρουσία των εµπόρων ή των προεστών στην κατανοµή των γαιών που διανεµήθηκαν µε βάση το σχήµα του 1871.
 Αντίστοιχα είναι τα συµπεράσµατα που αντλούνται και από µία άλλη έρευνα σχετικά µε το ∆ήµο Μυρτουντίων της Ηλείας. Και εδώ οι έµποροι και οι προεστοί που αγόρασαν εθνικές γαίες αντιπροσωπεύουν συνολικά  ένα µικρό ποσοστό, τόσο αριθµητικά όσο και σε σχέση µε τη γη που αποκτούν.
 Έχει υποστηριχθεί, εξάλλου, ότι η διανοµή των εθνικών γαιών δεν οδήγησε σε µια εξισωτική αγροτική ιδιοκτησία, αλλά ότι ο κύριος στόχος της διανοµής, µε τον τρόπο που έγινε, ήταν η δηµιουργία ανεπαρκούς κλήρου των χωρικών, µε αποτέλεσµα οι τελευταίοι να είναι υποχρεωµένοι να απασχολούνται ως εργάτες στις εκµεταλλεύσεις των µεγάλων κτηµατιών.
 Ή, µε διαφορετικά λόγια, ότι ο νόµος για τη διανοµή των εθνικών γαιών δεν είχε ως στόχο την αποτροπή της συγκέντρωσης της γης στα χέρια των πολιτικών και οικονοµικών ελίτ. Στην πραγµατικότητα εδώ έχουµε να κάνουµε µε ένα ψευδοπρόβληµα. Όπως θα φανεί και από το αποτέλεσµα, η διανοµή της γης καθαυτή δεν είχε τόσο µεγάλη σηµασία, δεδοµένου ότι ένα πολύ µεγάλο µέρος της ήδη ήταν στην κατοχή των καλλιεργητών, κάτι που δεν διέφευγε από τους εµπνευστές των σχετικών νόµων.
Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί από τους χωρικούς δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να νοµιµοποιήσουν τους τίτλους ιδιοκτησίας τους. Η µόνη περιοχή της Ελλάδας, στην οποία παρατηρείται µια σχετική συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης, είναι η δυτική Πελοπόννησος και αποτελεί µάλλον την εξαίρεση. Το φαινόµενο ασφαλώς συναρτάται µε την ανάπτυξη της σταφιδοκαλλιέργειας.
Ωστόσο, όπως έχει επισηµανθεί, το φαινόµενο αυτό δεν εκφράζει µια γενική τάση, αλλά µια ιδιαιτερότητα σε έναν κανόνα που θέλει τη µικρή ιδιοκτησία και καλλιέργεια ήδη εδραιωµένη. Εξάλλου και στις περιοχές της δυτικής Πελοποννήσου µακροπρόθεσµα τα µεγάλα κτήµατα θα οδηγηθούν σε κατατεµαχισµό.
 Στην πραγµατικότητα η διανοµή των εθνικών γαιών και φυτειών, η οποία πραγµατοποιείται ακριβώς την εποχή που οι διαθέσιµες γαίες φαίνεται να έχουν πλέον καταληφθεί από έναν διαρκώς αυ- ξανόµενο πληθυσµό, αποβλέπει στην αποσαφήνιση των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων µε τρόπο που θα υποστήριζε, κατά βάση, την  ανάπτυξη της σταφιδοκαλλιέργειας που µπαίνει πλέον, στα χρόνια αυτά, σε φάση ραγδαίας ανάπτυξης. ∆εν είναι λοιπόν παράδοξο που η αξιοποίηση της νοµοθεσίας για τη διανοµή των εθνικών γαιών και φυτειών ήταν πολύ πιο έντονη στις περιοχές σταφιδοκαλλιέργειας και γενικότερα εµπορευµατικών καλλιεργειών, παρά στις περιοχές της σιτοκαλλιέργειας.

Απο την σειρά :  Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου 
Επιστηµονική επιµέλεια σειράς Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου 
Εκδοτική επιµέλεια Άννα Καραπάνου 
[Τµήµα Εκδόσεων Ιδρύµατος της Βουλής] 
∆ιορθώσεις κειµένων Κατερίνα Ντίντα, Ξένια Ζώη 
[Τµήµα Εκδόσεων Ιδρύµατος της Βουλής] 
Σχεδιασµός εξωφύλλου – Σελιδοποίηση Περιγραφή Παραγωγή Χρήστος Κοσσίδας 
Εκτύπωση Technograph AE 
Βιβλιοδεσία Ηλιόπουλος - Ροδόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου